συνεδριακος

συνεδριακος
    συνεδριακός
    συν-εδριᾰκός
    3
    управляемый совещательным органом
    

(πολιτεία Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνεδριακος" в других словарях:

  • συνεδριακός — ή, όν, Α [συνεδρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνέδριο 2. αυτός που διοικείται από συλλογικό σώμα («ἀήθεις ὄντας δημοκρατικῆς καὶ συνεδριακῆς πολιτείας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεδριακῆς — συνεδριακός governed by a fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»